- αρβανίτικος
- -η, -ο1. αυτός που αναφέρεται στους Αρβανίτες ή προέρχεται απ' αυτούς2. φρ. α) «αρβανίτικο κεφάλι», για τον πείσμοναβ) «αρβανίτικο γινάτι ή μπουρίνι», για το πείσμαγ) «τον έπιασε τ' αρβανίτικο», τον έπιασε το πείσμα3. το ουδ. ως ουσ. αρβανίτικος χορός4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) η αλβανική γλώσσα.
Dictionary of Greek. 2013.